μαλάξας

μαλάξας
μαλάξᾱς , μαλάσσω
make soft
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Αλιβάνιστος, Εμμανουήλ — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την Κρήτη και έλαβε μέρος σε διάφορες μάχες. Σκοτώθηκε με άλλους σαράντα συναγωνιστές του στη μάχη της Μαλάξας (13 Ιανουαρίου 1822) …   Dictionary of Greek

  • Κεραμιών, δήμος — Νέος δήμος (1.630 κάτ.) του νομού Χανίων, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Παππαδιανών, Δρακόνας, Κάμπων, Κοντοπούλων, Μαλάξας και Πλατυβόλας, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο… …   Dictionary of Greek

  • Κοκολογιάννης, Νικόλαος — (Κρήτη 1839 – 1884). Εθνικός αγωνιστής. Έδρασε κατά τα έτη 1876 78 ως οπλαρχηγός Κάμπων Κυδωνίας. Πολέμησε επίσης ως οπλαρχηγός στις περισσότερες μάχες της Κρητικής επανάστασης του 1886. Διακρίθηκε στην πολιορκία της Μαλάξας και στη μάχη των… …   Dictionary of Greek

  • Κόρακας, Μιχαήλ — (Πόμπια Κρήτης 1797 – 1889). Αγωνιστής του 1821 και των Κρητικών επαναστάσεων. Πήρε μέρος στις επιχειρήσεις των Σφακιανών εναντίον του Μουσταφά πασά. Αργότερα, επέστρεψε στα Σφακιά και επικεφαλής 50 αρματολών πολέμησε εναντίον των Τούρκων της… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντόπουλος — Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) αγωνιστών του 1821, από τη Νίμπρο των Σφακίων Κρήτης. Λέγεται ότι ο γενάρχης της οικογένειας, Ιωσήφ, ίδρυσε το χωριό Μελιδόνι στην επαρχία Αποκορώνου, το 1730. Ο πατέρας τους, Κωνστάντουλας, υπήρξε οπλαρχηγός στην… …   Dictionary of Greek

  • Μανουσογιαννάκης — Επώνυμο Κρητικών αγωνιστών, από τη Νίμπρο των Σφακίων. 1. Αναγνώστης (1790 – 1881). Ήταν μεταξύ των πρώτων Κρητικών που μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία. Πήρε ενεργό μέρος στην προετοιμασία της επανάστασης στην Κρήτη. Το 1821 εξελέγη αρχηγός της… …   Dictionary of Greek

  • Μωράκης — Επώνυμο κρητικής οικογένειας, η οποία καταγόταν από την παλιά οικογένεια των Μαυροπατέρων και αποτελούσε κλάδο της βυζαντινής οικογένειας των Σκορδυλών. 1. Ανδρουλιός (1730 1833). Καταγόταν από το χωριό Ασκύφου των Σφακιών και ήταν ναυτικός στο… …   Dictionary of Greek

  • Παναγιωτάκις — Επώνυμο αγωνιστών από την Ανώπολη των Σφακιών. 1. Αναγνώστης. Εμποροπλοίαρχος. Πήρε μέρος στην επαναστατική συνέλευση στα Γλυκά Νερά των Σφακιών τον Απρίλιο του 1821. Εκλέχτηκε αρχηγός των Σφακιών και έδρασε σε ολόκληρη τη διάρκεια της… …   Dictionary of Greek

  • Παπίλαρις, Στρατής — Οπλαρχηγός από τα Μεσκλά της Κρήτης. Οι επαναστατικές αρχές του νησιού τον διόρισαν αστυνόμο Κυδωνίας. Πολέμησε στη μάχη της Μαλάξας (1 Οκτωβρίου 1866), στην οποία και έπεσε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”